Ο τρυγος στα Μεσογεια μιας αλλης εποχης, με τους πατηταδες, τις στροφυλιες και τις σουστες με τα κοφινια

Το συνεταιριστικό οινοποιείο (παρακράτημα) του Αμπελουργικού Συνεταιρισμού Κερατέας τη δεκαετία 1950


«Λίγες ημέρες πριν από την πρώτη Σεπτεμβρίου, τα υπόγεια των σπιτιών είχαν αδειάσει από τα βαρέλια. Όλα ήταν αραδιασμένα στην αυλή και περίμεναν τον ερχομό του βαρελά, για να τα «ξεφουντώσει». Μετά, τα νεώτερα μέλη της οικογένειας αναλάμβαναν τον καθαρισμό από το σκληρό ρετσίνι και φυσικά τα αγόρια, κυρίως τα μικρότερα είχαν την τύχη να τρυπώνουν μέσα και με μια σπάτουλα να καθαρίζουν μία – μία «ντούγα» με μεγάλη προσοχή. Η εργασία αυτή τους έφερνε κέφι και τραγούδι.


Ένας έμπορος κρασιού ήταν στενά συνδεδεμένος με τον παραγωγό. Οι περισσότεροι είχαν ταβέρνα στον Πειραιά, στις συνοικίες Ταμπούρια, στα Κρητικά, στα Μανιάτικα, στο κάτω Πασαλιμάνι, στην Αθήνα, στην Πλάκα και στη Λεύκα, στου Ψυρή. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν Πειραιώτες, γιατί ο Πειραιάς βρισκόταν στην ακμή του, με τις πολλές βιομηχανίες που είχαν δημιουργηθεί, όπως των Ρετσίνα, Κούπα, Φουρτούνα κ.α.


Επίσης, τα πληρώματα των καραβιών, έφερναν έναν καινούργιο τρόπο ζωής και οι γύρω προσφιλέστεροι συνοικισμοί, είχαν κάνει τον Πειραιά να απλώνεται πολύ μακριά. Ακόμη, για τους κατοίκους του Κορωπίου, ο Πειραιάς ήταν πολύ αγαπημένος και με τους κατοίκους του, τους συνέδεε το συμφέρον μαζί με τη φιλία.


Σε κάθε γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, ξεκινούσαν πολλές σούστες από το Κορωπί, για να μεταφέρουν ολόκληρες οικογένειες στο σπίτι του εμπόρου τους. Θα έμεναν εκεί μια – δυο μέρες και αφού έπαιρναν ένα μέρος από αυτά που χρωστούσε ο έμπορος, αναχωρούσαν μαγεμένοι από την περιφορά της εικόνας και το σφύριγμα των πλοίων μέσα στο λιμάνι.


Αυτό κράτησε μέχρι το 1935, διότι μετά τα αυτοκίνητα ήταν πολλά και οι δρόμοι γέμισαν τροχοφόρα και οι σούστες σιγά – σιγά μπήκαν στο περιθώριο και δεν επανεμφανίστηκαν στους μεγάλους δρόμους των πόλεων. Όσο για τους εμπόρους των Αθηνών δεν τους συνέδεε η ίδια εγκαρδιότητα. Η συναλλαγή και η φιλία με τον έμπορο διατηρήθηκε πολλά χρόνια και ο ίδιος έπαιρνε το μούστο και το κρασί, για να το ξοφλήσει σιγά – σιγά, μέχρι να έρθει η άνοιξη.


Ο καλός και τίμιος έμπορος πήγαινε στον ίδιο πάντα παραγωγό, γιατί και ο παραγωγός ήταν σίγουρος για το εισόδημά του. Ο έμπορος γινόταν ένας άνθρωπος του σπιτιού, ήταν όμως και άλλοι αληθινοί «φουκαράδες», που προσπαθούσαν με χίλιους τρόπους να προμηθευτούν δύο – τρία κάρα μούστο για να κάνουν μια αρχή, να ανοίξουν μια υπόγεια ταβέρνα και για να τα βγάλουν πέρα ταλαιπωρούσαν τον παραγωγό στην πληρωμή για πολύ καιρό.


Τι να έκανε όμως ο παραγωγός όταν το «πουρλάκι» ξεχείλιζε από το μούστο; Και έτσι κρεμόταν στη διάθεση του καλού και του κακού έμπορα, γι’ αυτό το όνειρό τους και η επιθυμία τους ήταν να φτιάξουν ένα οινοποιείο, για να απορροφά ό,τι περίσσευε από την πλούσια παραγωγή, ώστε να μην έχει ανάγκη τον κάθε έμπορο. Δυστυχώς, όταν μετά από χρόνια πραγματοποιήθηκε ο πόθος τους και έγινε το τεράστιο οινοποιείο, που βρίσκεται στην είσοδο του Κορωπίου, η παραγωγή έπεσε και τα αμπέλια τα κατάστρεψε η ανομβρία. Ακόμη, οι νέοι ξέφυγαν από τον αγροτική ζωή και γι’ αυτό έπεσε σε παρακμή.


Ήρθαν δύσκολα χρόνια και ο Πειραιάς έπαθε ζημιές από τον πόλεμο και ο χρόνος είχε προσθέσει πολλά βάρη στις πλάτες των εμπόρων και των παραγωγών. Είχαν και αυτοί κουραστεί και γεράσει. Τότε λοιπόν, ξεκίνησε ένα άλλο είδος εμπόρου, του «μεταπράτη», για να μεταφέρει στα καρβουνιάρικα των δύο πόλεων την εκλεκτή μεσογείτικη ρετσίνα, που και αυτή σιγά – σιγά έχανε τη φήμη της, μπροστά από το χείμαρρο της μπύρας, που κυλούσε στα μοντέρνα εμφιαλωμένα μπουκάλια κρασιού.


Ας ξαναγυρίσουμε για λίγο, εκεί που αφήσαμε τους εργάτες, όταν περίμεναν το αυτοκίνητο για τη μεταφορά. Τώρα, μια άλλη εργασία περίμενε τους πατητάδες. Να μαζέψουν, δηλαδή, με τα σκληρά σιδερένια πιρούνια τα κοτσάνια και τα ετοίμαζαν σε δύο σωρούς, προς το μέρος του τοίχου.


Τοποθετούσαν πάνω ένα φαρδύ ξύλο ή ένα παλιό «ντουγιένι» που είχε διασωθεί από αυτά που αλώνιζαν κάποτε τα θερισμένα στάχυα και ανέβαιναν επάνω στους τοίχους του πατητηριού, που από χρόνια είχαν καρφώσει χοντρά ξύλα, για να πιάνονται οι εργάτες, μήπως και κατρακυλήσουν στις βρεγμένες πλάκες. Έγερναν πότε από τη μία και πότε από την άλλη μεριά, ενώ ο μούστος κυλούσε σε μικρά αυλάκια, κάνοντας μικρά – μικρά σχήματα.


Όταν τέλειωναν τους σωρούς, άρχιζε το τελευταίο μέρος των «πατητάδων». Έριχναν τα στημένα σταφύλια (τα κοτσάνια) μέσα στη στροφυλιά, που ήταν τοποθετημένη στο μοναδικό άνοιγμα του πατητηριού, έπιαναν δύο το μακρύ σίδερο που ήταν βαλμένο στη μηχανή και πότε εμπρός και πότε πίσω, το σίδερο κατέβαινε και πίεζε τα κοτσάνια, για να βγει ο τελευταίος μούστος, ο οποίος ήταν περισσότερο σκούρος και σε ποιότητα κατώτερος.


Ό,τι έμενε από τα τσίπουρα τα πήγαινε στη βιομηχανία, στο εργαστήριο, για να βγει το καθαρό οινόπνευμα. Απαραίτητο συμπλήρωμα σε κάθε πατητήρι, ήταν το «μέτρο», ένας δηλαδή, χάλκινος ψηλός και βαρύς κουβάς, για να μετρούν το μούστο. Εάν δεν με απατά η μνήμη μου, το κάθε μέτρο χωρούσε οκτώ οκάδες και κάθε κάρο, έπαιρνε πενήντα μέτρα.


Για να θεωρείται ένας καλός νοικοκύρης, έπρεπε να πλησιάσει τα σαράντα κάρα. Αυτός πια ήταν ευκατάστατος και το όνειρο των αμπελουργών ήταν να φτάσουν μέχρι αυτό το νούμερο, για να τους υπολογίζουν, να μιλούν γι’ αυτούς και να μπούν στην κάστα των εκλεκτών.


Οι άλλοι, οι μικρονυκοκυραίοι έπιαναν τα είκοσι, ενώ οι φτωχότεροι από δύο μέχρι τέσσερα. Το γλυκό κρασί το αποκτούσαν, όσοι είχαν παλιά βαρελάκια, κληρονομιά των προγόνων και εάν είχε κέφι και όρεξη η νοικοκυρά, γιατί αυτής ήταν έργο. Όταν τελείωνε ο μούστος, ο τελευταίος δρόμος της σούστας ήταν να μεταφέρει τα μαύρα σταφύλια, όσοι είχαν να φτιάξουν το κοκκινέλι.


Τα μαύρα σταφύλια που στη γεύση ήταν στυφά, αφού τα πετούσαν τελευταία, τα άφηναν στο πατητήρι μαζί με τα κοτσάνια δύο – τρεις ημέρες, για να πάρουν το χρώμα του. Το κοκκινέλι δεν θα ξεπερνούσε τα δύο κάρα κι αυτό, γιατί δεν κρατούσε πολύ, μέχρι τα Χριστούγεννα έπρεπε να πουληθεί, γιατί μετά ξίνιζε και έχανε το χρώμα του. Το περίφημο κοκκινέλι, που τόσο τραγουδήθηκε, τώρα είναι πια λησμονημένο.


Όταν τελείωνε το καθάρισμα του πατητηριού, ο βαρελάς είχε περάσει τα σιδερένια στεφάνια γύρω από τις «ντούγες» και τότε το «φούντωμα» άρχιζε με πολύ τέχνη. Οι βαρελάδες ήταν οι ίδιοι κάθε χρόνο και η καταγωγή τους ήταν από κάποιο νησί και ίσως γι’ αυτό τους ονόμαζαν Νιώτες. Ήταν καλοί άνθρωποι, αγαθοί και ήρεμοι με τα σύνεργα στο χέρι, το μολύβι περασμένο στο αυτί και ένα μάτσο από ξερά χόρτα γύρω από τη μέση τους.


Στέκονταν όρθιοι ολόκληρες ώρες μπροστά στα βαρέλια και χτυπούσαν μονότονα. Προπαντός τα μεσημέρια δεν άφηναν κανέναν να κοιμηθεί, αλλά κανένας όμως δεν παραπονιόταν, γιατί ο καθένας ήταν με τη σειρά του. Στα εύπορα σπίτια μπορούσες να δεις επτά ή δέκα διπλά βαρέλια, στα φτωχότερα δύο – τρία, ενώ στους πολύ φτωχούς έβλεπες ένα μικρό βαρελάκι.


Παντού μύριζε το χυμένο ρετσίνι και οι δρόμοι είχαν ρυάκια από τα νερά, όταν ξέπλεναν τα έτοιμα πια βαρέλια. Όλα γινόντουσαν με επιμέλεια και σχολαστικότητα, γιατί από το καθαρό βαρέλι εξαρτιόταν και η ποιότητα του κρασιού. Την ώρα που έπλεναν ήταν πράγματι μια άλλη εικόνα, με ένα ξεχωριστό θόρυβο. Άπλωναν, δηλαδή, μια ξύλινη σκάλα στο χώμα και το ανδρόγυνο του σπιτιού άρχιζε να κουνάει και από τις δύο πλευρές και καθώς το νερό άλλαζε θέση ακουγόταν ο ήχος, που έμοιαζε σαν μικρό κυματάκι που ακουμπά πάνω στην άμμο.


Τακτοποιημένα πια τα βαρέλια, τα κοφίνια πλυμένα και την ημέρα του Σταυρού έφθανε ο έμπορος, για να καπαρώσει το μούστο και να ζητήσει την ποσότητα, καθώς και την τιμή, αλλά μερικές φορές την άφηναν ελεύθερη, όσο κοπεί στην αγορά. Το πανηγύρι του τρύγου έφθανε σιγά – σιγά και ερχόντουσαν εργάτες και εργάτριες από την επαρχία των Θηβών, για να δουλέψουν, μια και στα δικά τους χωριά είχε τελειώσει πια ο θερισμός.


Οι γυναίκες εκείνες με τα κατακόκκινα μάγουλα, τις φαρδιές φούστες και τα πολύχρωμα μαντήλια, μέσα στα οποία κυριαρχούσε το κίτρινο χρώμα, έδιναν πράγματι μια ξεχωριστή εικόνα από τις ντόπιες γυναίκες, που φορούσαν σκούρα ρούχα του τόπου τους. Οι ντόπιοι λοιπόν, τους έπαιρναν στα σπίτια και τους παραχωρούσαν ένα πρόχειρο κατάλυμα, για να περνούν τις νύχτες, ώσπου να φύγουν.

 
Πατητήρι στην Κερατέα το 1957. Από αριστερά:
Πολυχρόνης Δελίδης, Μηλίτσα (Λιάπη) Αθανασίου,
Γεώργιος Κατσίκης
Τα αφεντικά, εκείνα τα χρόνια, προτιμούσαν τους ίδιους και τις ίδιες εργάτριες. Μερικές φορές τους έδενε μια κουμπαριά ή μια επίσκεψη στο κτήμα του μακρινού τους χωριού από τα μέλη της οικογένειας που τους φιλοξενούσε. Τα ξένα φορτηγά αυτοκίνητα από χρόνο σε χρόνο πλήθαιναν και στάθμευαν σε κάποιο σημείο της αγοράς, όπου περίμεναν το σύνθημα για τη μεταφορά. Μαζί με τα λίγα αυτοκίνητα των ντόπιων έφθαναν και μερικά από τις κοντινές περιοχές και από τα πιο κοντινά χωριά, γύρω από την Πάρνηθα.

Όταν πλησίαζε ο τρύγος κάθε άλλη απασχόληση σταματούσε. Τα κεντήματα των κοριτσιών, ο αργαλειός της μάνας στεκόταν ακίνητος με τα μασούρια γεμάτα να περιμένουν και τη σαΐτα να ξεκουράζεται στο «διασίδι». Εκτός από το υπόγειο ήταν και το πατητήρι, να το πλύνουν και να ανοίξουν το «πουρλάκι» (στέρνα). Να βρουν το σιδερένιο καλάθι, αυτό που το τοποθετούν εμπρός από την τρύπα του πατητηριού, για να συγκρατεί τα τσίπουρα και έτσι ο μούστος να περνάει καθαρός. Επίσης, να λύσουν, να λαδώσουν και να ξαναδέσουν τη «στροφυλιά» και να τοποθετήσουν δίπλα της τα μεγάλα σίδερα, που χρησίμευαν για να πιέζονται τα σταφύλια.


Ακόμη, να ετοιμαστούν τα μεγάλα κοφίνια του τρύγου, αλλά και τα μικρά πετροκόφινα, να τα καθαρίσουν από τη σκόνη τόσων μηνών, καθώς ήταν πεταμένα σε μια γωνιά, γεμάτα αράχνες. Ακόμη, να αγοράσουν τα κατάλληλα μαχαίρια, για το τρύγισμα, που τα ψώνιζαν από το ίδιο πάντα μαγαζί, δίπλα από την εκκλησία και προπαντός να είναι όλα έτοιμα, διότι τα σταφύλια δεν περίμεναν.


Η μεταφορά γινόταν με τις σούστες ή με το γαϊδουράκι, για όσους είχαν μικρό εισόδημα. Για την εργασία του τρύγου προτιμούσαν τις γυναίκες, γιατί ο τρύγος θέλει νιάτα, σβελτάδα και χαρούμενους ανθρώπους με κέφι και τραγούδι. Εργάτριες, εκτός από τις ξένες, πήγαιναν και όλες οι ντόπιες. Πήγαιναν σε συγγενείς, σε γείτονες για να μαζέψουν λίγα χρήματα, για την προίκα τους. Κάθε πρωί από τη χαραυγή, πριν ακόμη ο ήλιος ανατείλει, ξεκινούσαν στη σειρά οι σούστες. Τα αφεντικά και οι εργάτες κάθονταν στα ίδια καθίσματα και υπήρχε το ίδιο κέφι. Τη συντροφιά, την αποτελούσαν συνήθως 3 – 4 νέες γυναίκες, ένας – δυο άνδρες και ο αγωγιάτης.


Η δουλειά ήταν σκληρή και κοπιαστική. Έπρεπε να είχαν γερά νεύρα και δύναμη, γιατί καθώς προχωρούσαν ανάμεσα από τις τράβες των αμπελιών, το σταθερό τους βήμα λύγιζε και κάθε στιγμή μπορούσαν να σωριαστούν κάτω.


Κάθε σούστα μέσα χωρούσε έξι κοφίνια, τρία εμπρός στον καθρέφτη, στη θέση του οδηγού και από ένα σε κάθε σιδερένιο σκαλοπάτι, που βρισκόταν στο πίσω μέρος της σούστας.


Ένα γερό και καλό άλογο μπορούσε να μεταφέρει σε κάθε δρομολόγιο περίπου δέκα – δώδεκα κοφίνια γεμάτα μέχρι επάνω με σταφύλια. Ο άνδρας που οδηγούσε ήταν ο γιός τους αφεντικού ή και ο ίδιος, εάν ήταν ακόμη αρκετά νέος. Από το αμπέλι, μέχρι το σπίτι, στο πατητήρια που τα ξεφόρτωνε, η απόσταση αυτή ήταν δύο – τρία χιλιόμετρα και όταν η σούστα ήταν φορτωμένη ο οδηγός ήταν υποχρεωμένος να βαδίζει κρατώντας το ζώο από το χαλινάρι.


Κάθε ημέρα έκανε τέσσερις, μέχρι έξι δρόμους, επομένως περπατούσε κάπου δέκα χιλιόμετρα την ημέρα και το χειρότερο ήταν πως περπατούσε κάτω από τον καυτό ήλιο.


Κάθε φορά, όταν έφθανε στο σπίτι, μια κανάτα με νερό τον περίμενε από τη δροσερή στάμνα. Εδώ τώρα, μόνο ο άνδρας ξεφόρτωνε τα κοφίνια, αφού στα σπίτια δεν υπήρχαν παρά μόνο γριές, γέροι και παιδιά. Ο αγωγιάτης ήταν άνθρωπος που είχε πάρει όλο το βάρος, όσο διαρκούσε ο τρύγος. Μονάχα, όταν επέστρεφε στα αμπέλια, με άδεια τη σούστα εύρισκε το κουράγιο να σιγοτραγουδά.


Έξω στον κάμπο, στο Πάτημα, στο Πουλί, στο Πράρι, στο Βαραμπά και στη Νισίζα, στο Τόχι και από την άλλη πλευρά προς το νότο το Κλωσάρι, το Λαμπρικά, όλα πρόσφεραν τη χαρά του τρύγου. Κάθε εργάτης και εργάτρια όταν έφθανε στο αμπέλι έπιανε ο κάθε ένας από μια «τράβα» και με ένα πετροκόφινο εμπρός του και άρχιζε το τρύγισμα.


Οι γυναίκες, πιο ανάλαφρες, λυγερές, κεφάτες, μιλούσαν συνεχώς για τα πιο ασήμαντα πράγματα ή τραγουδούσαν και έλεγαν ένα αστείο, ενώ τα δάχτυλά τους διάλεγαν και ξεχώριζαν τα τσαμπιά, μέσα από τα πολλά πυκνά φύλλα. Μερικές ρόγες πότε – πότε τις έφερναν μέχρι το στόμα για να δοκιμάσουν τη νοστιμάδα τους και να χαιρετήσουν αυτούς που περνούν και τους άλλους που δουλεύουν στο διπλανό αμπέλι.


Από την άλλη πλευρά, οι νέες κοπέλες οι πιο μοντέρνες, είχαν πετάξει τα ευρωπαϊκά ρούχα τους, για να ντυθούν με ρούχα χωρικής. Δανείζονταν από την μάνα ή τη θεία μια φούστα φαρδιά, που έφθανε μέχρι τις άκρες των παπουτσιών, για να τις προστατεύει από τις ψιλές βέργες που μάτωναν τα τρυφερά τους πόδια. Σαν συμπλήρωμα φορούσαν μια φαρδιά μπλούζα και αυτή ακαλαίσθητη με μακριά μανίκια, για να τις προστατεύει από τη ζέστη του μεσημεριού. Επίσης, φορούσαν μακριές χοντρές κάλτσες και στο κεφάλι το απαραίτητο καφέ μαντήλι, το οποίο ήταν κι αυτό δανεικό.


Τις ημέρες του τρύγου όλες οι γυναίκες σε όποια οικογένεια και αν ανήκαν, όση μόρφωση και αν είχαν, ό,τι προίκα και αν έπαιρναν και αυτές ακόμη οι κυρίες, οι κόρες των επιστημόνων, οι μοδίστρες και οι κεντήστρες, άφηναν την καλοζωΐα, τη μηχανή ή τη βελόνα, για να πάρουν μέρος κοντά στους εργάτες και στις εργάτριες.


Πόσα και πόσα όνειρα δεν έπλασαν οι κάτοικοι τόσους μήνες, ώσπου να ‘ρθει ο Σεπτέμβρης, για να πραγματοποιήσουν πολλές επιθυμίες, που μονάχα η καλή «μουστιά» μπορούσε να τους χαρίσει.


Στον τρύγο, σε ένα καλό αγροτικό σπίτι, κάθε δύο – τρεις ημέρες έπρεπε να φύγουν τα πρώτα και να έρθουν τα άλλα σταφύλια και μετά άλλα και άλλα, όσα θα έδινε η παραγωγή. Την ημέρα λοιπόν που γινόταν το «πάτημα» έφταναν από τα ξημερώματα δυο – τρεις άνδρες νέοι στην ηλικία, οι οποίοι είχαν έρθει από κάποιο μακρινό χωριό και τους έλεγαν «πατητάτδες».


Αυτοί λοιπόν, ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, που μύριζαν φρέσκο μούστο και πριν μπουν στο πατητήρι, έπλεναν τα πόδια τους, έβγαζαν τα πουκάμισά τους, σήκωναν ψηλά τα τρίχινα μπαλωμένα παντελόνια τους και έκαναν το σταυρό τους. Η πρώτη ευχή ήταν «αφεντικό, καλά κρασιά». Σκαρφάλωναν με κόπο επάνω στο μεγάλο σωρό και με το δεξί τους πόδι άρχιζαν άσπλαχνα να πατούν τα ολόδροσα σταφύλια. Στην αρχή οι κινήσεις ήταν αργές και έτσι με τα γερά τραγανά σταφύλια εύρισκαν αντίσταση και αντιδρούσαν, καθώς όμως περνούσε η ώρα, οι γερές γάμπες τους όλο και προχωρούσαν πιο βαθιά.


Η εργασία αυτή τους κούραζε, δεν έχαναν όμως το κέφι τους. Κάθε τόσο το αφεντικό ή η γυναίκα του, τους γέμιζε την οκά με το περσινό κρασί. Πίνοντας πότε – πότε η ώρα περνούσε και ο μούστος άρχιζε να τρέχει. Στην αρχή λίγο, αργότερα όμως, σχηματιζόταν ένας μικρός χείμαρρος, ο οποίος έτρεχε γοργά από τις ανοιχτές τρύπες μέσα στο «πουρλάκι».


Τότε τα αστεία σταματούσαν και ο νοικοκύρης έβαζε τις φωνές, καθώς έβλεπε να γεμίζει επικίνδυνα η μικρή στέρνα, που δεν έπαιρνε περισσότερα από τρία κάρα, περίπου χίλιες διακόσιες οκάδες μούστο. Με ταχύτητα κάποιος από τους εργάτες, έπαιρνε ένα πρόχειρο θυμάρι, από αυτά που σκουπίζουν τα πατητήρια, για να σκεπάσει το άνοιγμα και να σταματήσει ο μούστος, μήπως και ξεχειλίσει το «πουρλάκι».


Εκείνη η στιγμή πάντως ήταν η πιο δύσκολη, γιατί ο έμπορος έπρεπε να βρίσκεται εκεί με το φορτηγό για τη μεταφορά του μούστου, που άρχιζε κιόλας να βράζει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο νοικοκύρης, εάν δεν ήταν παρών ο αγοραστής, να δει το μούστο, να βάλει το «γράδο» και να διαπιστώσουν πόσους βαθμούς είχε. Ο μούστος μερικές φορές ήταν στους 11 ή 12 βαθμούς, για να ξεπεράσει τους 13 – 14 σε ορισμένες περιπτώσεις. Ποτέ όμως κανένας παραγωγός δε σκέφτηκε να το νοθεύσει, ρίχνοντας λίγο νερό από το διπλανό πηγάδι. Και αυτό; Γιατί δεν ζούσαν με το εύκολο κέρδος και τους έφτανε να παραδώσουν το μούστο με τους καλύτερους βαθμούς.


Και αν κάποιος από την οικογένεια τον παρακινούσε να το αραιώσει, τότε το βλοσυρό βλέμμα του παραγωγού ήταν αρκετό να τον απομακρύνει για την άτιμη σκέψη που πέρασε από το νου του.


Τελείωνε ο τρύγος με το γέμισμα των βαρελιών, καθώς απλώνονταν αραδιασμένα μέσα στο δροσερό υπόγειο. Ο νοικοκύρης το μεγαλύτερο μέρος από το μούστο το πουλούσε τις ημέρες του τρύγου, ώστε να βγάλει τα έξοδά του, να πληρώσει δηλαδή τους εργάτες, τα χρέη του στην Αγροτική Τράπεζα και προπαντός να ετοιμάσει τα μετρητά, για να δώσει στην κόρη του, τώρα που θα γινόταν νύφη.


Ακόμη, το γέμισμα των βαρελιών, ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Όλα τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν μέρος. Ο αρχηγός της οικογένειας στεκόταν τελευταίος να επιβλέπει, να κρατάει το μεγάλο χωνί στην τρύπα του κάθε βαρελιού και να χτυπά κάθε τόσο τα πλάγια του βαρελιού, ώσπου να βεβαιωθεί εάν πρέπει να σταματήσουν και ανάλογα με αυτά έδινε τις διαταγές.


Αυτή η διαδρομή των τενεκέδων, κρατούσε ολόκληρες ώρες και όλοι μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο και τα ρούχα τους να μυρίζουν φρέσκο μούστο. Παρόλα αυτά, όλοι είχαν κέφι, η δουλειά αυτή τους ευχαριστούσε και η ικανοποίηση ήταν μεγάλη, όταν η παραγωγή ήταν καλή!»

 
Από τις Λαογραφικές Αναμνήσεις της Τούλας Στεριώτη