“Αμπέλου παις, εύφρων* οίνος”-χαροποιό το παιδί του αμπελιού

 Γιώργου Ι. Κωστούλα

(*ευ+φρην: ο προξενών χαράν, ευθυμίαν, ο φαιδρύνων, ο καθιστών τινά εύθυμον-Λεξικόν Σταματάκου).
Ο οίνος, μαζί με τα άλλα δύο “ιερά” προϊόντα, το σιτάρι και το λάδι, συγκροτούν το θεμέλιο του διατροφικού συστήματος των Ελλήνων. Συγχρόνως, αποτελεί μέρος της ελληνικής ιδιοσυστασίας και της πολιτιστικής μας ταυτότητας. 
Αποτέλεσμα φυσικής γενναιοδωρίας και ανθρώπινης φροντίδας, αντάξιας αυτής της μητέρας φύσης, το κρασί, με τις ποικίλες λειτουργίες του, συντροφεύει τη ζωή του Έλληνα, επί αιώνες τώρα, αδιατάραχτα.
Με τον τρύγο να ολοκληρώνεται αυτόν το μήνα, ας στρέψουμε σήμερα την προσοχή μας στο προϊόν που, καλύτερα από κάθε τι άλλο, αντικατοπτρίζει την ουσία της ζωής, που είναι συγχρόνως γοητευτική, αλλά και σκληρή. Κάνει τον φτωχό να αισθάνεται αυτάρκης, τον καταπιεσμένο ελεύθερο, τον αδύναμο κραταιό.
Ξεκινώ, αναθεωρώντας παλαιότερη καταγραφή μου,  ότι δηλαδή στην Ελλάδα  δεν υπάρχει ούτε οινική παιδεία, ούτε οινική παράδοση. Αυτό δεν ισχύει πια. Οι πυκνές εξελίξεις και πρόοδοι γύρω από την αμπελουργία και την οινοποίηση, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μάς απομακρύνουν οριστικά  από την εποχή όπου η οινική παράδοση εξαντλούνταν στην ετήσια ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση του κάθε αγροτικού νοικοκυριού. Όπου οι παππούδες μας έφτιαχναν κρασί όπως ήξεραν, ή μάλλον όπως δεν ήξεραν. Κάπως μεγαλύτερες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις, προμήθευαν χύμα κρασάκι στους αστούς και στα γειτονικά τους ταβερνεία. Και στις δυο περιπτώσεις όμως για τις ανάγκες της χρονιάς και μόνο. Όσο, δηλαδή, περίπου μπορούσε να ανασταλεί, κύριος οίδε πώς, ο φυσικός προορισμός του κρασιού: να γίνει ξύδι.
Αυτά ευτυχώς ανήκουν πια στο παρελθόν. Ήδη μετά την πρώτη εμφάνιση κατά τη δεκαετία του ΄70 των πρωτοπόρων μικρών παραγωγών, ογκούται ελπιδοφόρα το κύμα οινοπαραγωγών νέας γενιάς, που με επιστημονικό τρόπο και ερασιτεχνική αγάπη ασκούν την αμπελουργία και οινοποίηση, “διακονούντες ως εν ναώ”, και διαλαλώντας μέσα από έναν υψηλό επαγγελματισμό ότι με το κρασί “δεν παίζουμε”.
“Σοφόν το ξύλον της αμπέλου”
Η φύση κάνει σταφύλια. Δεν κάνει κρασί. Είναι ο άνθρωπος που με προσωπική εργασία χειρωνακτική, επιστημονική, ερευνητική, δημιουργική επεμβαίνει, τόσο στην Αμπελουργία όσο και στην Οινοποίηση, πρώτα για την ανάπτυξη σπουδαίων ποικιλιών και στη συνέχεια για τις τόσο θαυμαστές επιδόσεις σε τελικό προϊόν.
Με απόλυτο σεβασμό στις ιδιαιτερότητες της κάθε ποικιλίας, (“φυλαττομένης της του πράγματος υποστάσεως” — “salva rerum substantia”, αναφέρει ο Δειπνοσοφιστής), χωρίς εξαναγκασμό, που έτσι κι αλλιώς προσβάλλει το κρασί, αλλά και εκείνους που το πίνουν, η οινοποίηση έχει έναν υψηλό στόχο: την ταπεινή υπηρέτηση του πολύμορφου, πολυδύναμου, πολυσημαντικού και πολυλειτουργικού ρόλου του σταφυλιού και του κρασιού, προϊόντων- απογόνων ενός σοφού φυτού.
“Σοφόν το ξύλον της αμπέλου”, γράφει ο Ευριπίδης. Και κάποιος άλλος πρόγονός μας αποφαίνεται: “Αμπέλου παις, εύφρων* οίνος”- χαροποιό το παιδί του αμπελιού.(*ευ+φρην: ο προξενών χαράν, ευθυμίαν, ο φαιδρύνων, ο καθιστών τινά εύθυμον-Λεξικόν Σταματάκου).
Ενδεικτική της σημαντικότητάς τους είναι ότι, κατά την αρχαία Ελλάδα, στην αμπελουργία και την οινοποίηση δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ δούλοι. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Μόνο ελεύθεροι, δημιουργικοί άνθρωποι, κάτοχοι υψηλής τεχνογνωσίας αλλά και μεγάλων προσδοκιών για διάκριση μπορούν να αναμετρηθούν με τις απεριόριστες δυνατότητες της πολύτιμης, αλλά και απαιτητικής αυτής πρώτης ύλης.
“Οίνος γαρ ανθρώπω δίοπτρον”
Αυτά για το γενικότερο πλαίσιο. Από εκεί και πέρα ο καθένας έχει τη δική του σχέση με το κρασί. Το πώς και γιατί πίνεις το κρασί σε αποκαλύπτει. Φανερώνει την αλήθεια σου. Πολύ περισσότερο αν του παραδοθείς…
Γράφει ο Αλκαίος: “Οίνος γαρ ανθρώπω δίοπτρον”: Το κρασί σαν καθρέπτης δείχνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Και ο Αισχύλος, παρομοίως: “Κάτοπτρον είδους χαλκός εστ’, οίνος δε νου”: τη μορφή μας την καθρεπτίζει ο χαλκός, το νου μας το κρασί, μας θυμίζει ο Π. Μπουκάλας.
Οι ανεξάντλητοι συνδυασμοί παυσίλυπων ιδιοτήτων, αισθητικών απαιτήσεων και πλουσιοπάροχων  διονυσιακών λειτουργιών του κρασιού, δίνουν τις αφορμές και τους λόγους στους πότες για την κατανάλωσή του.
Ας αρχίσουμε από τον ψυχωφελή, παρηγορητικό του ρόλο: την προσφερόμενη παραμυθία σε ατυχήσαντες οδοιπόρους του ανθρωπίνου βίου. Τους θυμούνται οι παλαιότεροι από μας, τους ζαλισμένους εκείνους από τα συνεχή στραπάτσα της ζωής συνανθρώπους μας, να συχνάζουν στα καρβουνιάρικα της γειτονιάς τους, και δίπλα στη θαλπωρή του μαγκαλιού να επιδίδονται, ακόμα και κατά μόνας, σε καθημερινή οινοποσία που αν μη τι άλλο τους εξασφάλιζε, έστω και βαρύ, τον ευεργετικό ύπνο που τόσο είχαν ανάγκη για τη συνέχιση του ταραγμένου βίου τους.
“Για μας, α! τι χαρά, βρώσις και πόσις το κρασάκι μας”, βάζει στο στόμα τους ο Π.Σιλεντιάριος, Κωνσταντινοπολίτης ποιητής του 6ου αιώνα. Ενώ ο Σιμωνίδης τούς προτρέπει: “πίνε, πίνε επί συμφοραίς”. Κι ο Νταντής, γαμπρός επί θυγατρί της φόνισσας Φραγκογιαννούς πίνει, το Σαββάτο “ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, δια να ξεκουρασθεί από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος”.
Απαράμιλλη περιγραφή των… διαπλαστικών ιδιοτήτων της κατανάλωσης του κρασιού προσφέρουν τα λόγια του Μενάνδρου:… “και τα σκληρότατα των ηθών, ώσπερ εν πυρί, τω οίνω μαλάττουσι και κάμπτουσι προς το επιεικέστερον”,(… και τις σκληρότερες συμπεριφορές, όπως ο σιδεράς με τη φωτιά, έτσι και το κρασί, τις μαλακώνει κάνοντάς τες πιο ελαστικές…επί το επιεικέστερον). Η λέξη κλειδί, φυσικά, αυτό το επιεικέστερον…
Σε τμήμα αυτής της κατηγορίας συνανθρώπων μας  πρέπει να αποδοθεί και η ονομασία του κρασιού ως ποτού της αταξίας. Με μειωμένα τα όρια της ψυχικής αντίστασης και τη μέθη δυσμενές προνόμιο και καταφυγή, οι αποσυνάγωγοι αυτοί συνάνθρωποί μας είναι οι μόνοι πότες που πίνουν κρασί μόνοι τους. Χωρίς παρέα, δηλαδή. 
Αυτά για σήμερα. Για τις δύο άλλες -και πολυπληθέστερες- κατηγορίες καταναλωτών του κρασιού, με αναφορά στην κοινωνική, συμποτική,ευφορική κατανάλωσή του και στην εγκεφαλική, αισθητική λειτουργία του, στο επόμενο.
* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα