ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΚΕΡΑΤΕΑΣ [ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΆΥΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ*]

Δυο φωτογραφίες από τον τρύγο και τα πατητήρια της Κερατέας. Είναι του Τσεχοσλοβάκου φωτογράφου Jan Lukas, γύρω στα 1960. Προέρχονται από το εξαιρετικό, σπάνιο λεύκωμα “ΕΛΛΑΣ” (με τρίγλωσσο πρόλογο Αγγλικά-Γερμανικά-Γαλλικά). Στο λεύκωμα αυτό υπάρχουν φωτογραφίες από Αθήνα, Πειραιά, Δελφούς, Ύδρα, Λειβαδιά, Κερατέα… Η έκδοση έγινε στην Πράγα (by ARTIA PRAGUE) και βρέθηκε από τον δημοσιογράφο της “Καθημερινής” Νίκο Βατόπουλο σε παλαιοβιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης!!! Ύστερα από το ενδιαφέρον μου για δημοσιευμένη φωτογραφία στην εφημερίδα ο καλός δημοσιογράφος μου χάρισε το λεύκωμα και τις αναδημοίευσα στο ανθολόγιό μου “Σούνιο-Λαύρειο-Κερατέα”. “Τα ωραία πράγματα ανήκουν σε αυτούς που τα αγαπούν” μου είπε. Τον ευχαριστώ και δημόσια θερμά. Γιώργος Π.Ιατρού

Οι περιηγητές του 19ου κυρίως αιώνα, οι δημοσιογράφοι και οι λογοτέχνες του 20ου αιώνα μας δίνουν αρκετές πληροφορίες για το κρασί, το σταφύλι, τ΄ αμπέλια και τον τρύγο στην ευρύτερη περιοχή της Κερατέας.

*** Ο Λόρδος Βύρων με επιστολή του στη 5 Δεκεμβρίου του 1810 προς το φίλο του Τζών Καμ Χομπχάουζ (1786-1869) Άγγλο πολιτικό και λόγιο αναφέρεται στην περιπέτειά του του ιδίου και της συνοδείας του, όταν στο ακρωτήρι του Σουνίου δέχθηκαν επίθεση από Μανιάτες (πειρατές). Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων: “…οι τελευταίοι το σκέφτηκαν κάμποση ώρα, αλλά καθώς βρισκόμασταν σε πολύ πλεονεκτική θέση ανάμεσα στις κολώνες, δεν ήξεραν πόσοι ήμασταν και τρόμαξαν από μερικές αδέσποτες σφαίρες που σφύριξαν πάνω από τα κεφάλια τους, έμειναν στην παραλία και μας άφησαν να φύγουμε ήσυχα.

Οι Αλβανοί, ο στραβοκάνης Τούρκος μάγειράς μου, ένας υπηρέτης του Lusieri κι εγώ είχαμε τουφέκια και πιστόλια, οι υπόλοιποι αγχέμαχα όπλα και πιστόλια, αλλά είναι αμφίβολο αν θα τα βγάζαμε πέρα, πιστεύω ότι μάλλον θα μας έπιαναν σαν τον Billy Taylor και θα μας έπαιρναν στο πέλαγος. Απολαμβάνουμε όλοι μας τη θαλπωρή των χειμερινών καταλυμάτων μας μετά την ίδια εκδρομή που κάναμε πέρσι…. – Ο Graham και η αφεντιά μου μεθύσαμε στην Κερατέα, ο πρώτος διονυσιασμένος, αποκεφάλισε ένα μεγάλο γουρούνι με μια σκωτσέζικη σπάθα προς φρίκην του Lusieri, και τελικά δεν μπορέσαμε να το φάμε.- (βλ. Λόρδου Βύρωνος “Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 και 1823-1824” Εκδ. Ιδεόγραμμα, μτφ. Δημοσθένη Κούρτοβικ).

***
Ένας άλλος περιηγητής ο αρχαιολόγος Αρθούρος Μιλχαίφερ, στο βιβλίο με τις εντυπώσεις του για την Αττική το 1891, σημειώνει μεταξύ άλλων:

«…Άλλοι άνθρωποι είναι οι γενναίοι κάτοικοι της Κερατιάς, οι οποίοι, όταν έμεινα εκεί, επήραν τα όπλα στο χέρι για να υπερασπίσουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους, και μόνον ύστερα από μιαν αρκετά σοβαρή σύγκρουση με την χωροφυλακή, μπόρεσαν να αποκρουσθούν. Δεν είναι σύμπτωση, ότι στην Κερατιά βγαίνει ένα δυνατό κόκκινο κρασί, που εκεί το φτιάχνουν κατά τον Ευρωπαϊκό τρόπο, δηλαδή χωρίς προσθήκη ρητσινιού, για τους Ιταλούς εργάτες των μεταλλείων του Λαυρίου που είναι εκεί κοντά….».

*** Ο συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας επισκέφθηκε την Κερατέα και παρακολούθησε ένα γάμο το 1895. Τις εντυπώσεις του, περιγράφει σε δυο άρθρα στην εφημερίδα “Εστία” φύλλο Τετάρτη 25/1/1895, Πέμπτη 26/1/1895. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται στην ρετσίνα της εποχής… “..έπειτα οι προσκεκλημένοι παρακάθηνται μετά του κουμπάρου εις την τράπεζαν, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες. Το γεύμα υπήρξε πλουσιότατον. Ο ρητηνίτης άριστος Μετά το γεύμα αρχίζει ο χορός…”

***
Στην εφημερίδα “Έθνος” 19/2/1916 του ιδιοκτήτη δ/ντη Σπ. Κ. Νικολοπούλου υπάρχει το χρονογράφημα του δημοσιογράφου Τιμολέοντα Σταθοπούλου με τίτλο “Το καλό κρασί”.

Χρονογράφημα ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΡΑΣΙ «Ήμουν προσκεκλημένος προχθές το βράδυ εις ένα γεύμα. Αποκριές είνε, αδερφέ! Καλά να μη γυρίζουμε έξω μασκαρεμένοι. Τουλάχιστον να μη φάμε και εμείς μια φορά σαν άνθρωποι; να τραγουδήσουμε λιγάκι; – Να φάμε! Και συνήλθομεν εις τον φιλόξενον οίκον του προσκαλούντος, όπου εύρομεν τράπεζαν πλουσιώτατα εξοπλισμένην με γαλοπούλας, ψάρια και άλλα τοιαύτα σπανιότατα δια τους χαλεπούς καιρούς που περνούμε. Και εφάγαμεν γενναίως. Και ο Αμφιτρύων κερνών ημάς από μιαν δαμιτζάναν, έλεγε. Για πιέτε από αυτό το ρετσινάτο! Μου το έστειλε ένας κουμπάρος μου από την Κερατιά. Μα ξέρετε τι κρασί είνε; Όσο να πιήτε δεν ζαλίζεσθε! -Ε, πως σας φαίνεται; -Έξοχο. -Σπάνιο! Μα βλέπεις είναι σπιτίσιο. Αγνό κρασί. -Πιέτε το, λοιπόν, να σας βάλω κι άλλο. Και οι συνδαιτημόνες το ήπιαν. Και το δεύτερο. Και το τρίτο. Και τους συνδαιτημόνας εσυντρόφευε γενναιότατα και ο Αμφιτρύων. Και η δαμιτζάνα επήρε τον κατήφορο. Μετά το τρίτο ποτηράκι έκρινα καλόν να σταματήσω. Είχα ευτυχή έμπνευσιν. έβαλα εις το κρασί μου νερό μπόλικο. Και άφινα τους άλλους να ρουφούν με πεποίθησιν το αγνό κρασί «που όσο να πιής δεν ζαλίζεσαι». Εις τα πορτοκάλλια, ουχ, ήττον ήσαν όλοι μεθυσμένοι.

Ο Αμφιτρύων επαραληρούσε. -Δυο οκάδες ήπια χθες από τούτο μόνος μου. Είτε νερό ήπια, είτε κρασί το ίδιο μου φάνηκε! Πιέτε με θάρρος. Αδειάστε τα ποτήρια! Αυτό θα το πιήτε στην υγειά της γυναίκας μου! Να μου ζήσεις γυναίκα! Και ενηγκαλίσθη…. την δαμιτζάνα τρυφερώς! Καθ΄όλον αυτό το διάστημα δυο νέοι γιατροί δίπλα μου, ασυνείθιστοι από τέτοια έπιναν. Άδειαζαν τα ποτήρια. Και έλεγαν ο ένας στον άλλον. -Αλήθεια! Σπάνιο κρασί!… Έτσι επέρασαν τα μεσάνυχτα. Και ην ωσεί ώρα δευτέρα πρωϊνή όταν περιήλθον εις τρομεράν αμηχανίαν. Η δαμιτζάνα εκυλίετο κενή εις το πάτωμα. Τα τραγούδια είχαν παύση. Και γύρω εις καναπέδες και πολυθρόνες ξεροί, στουπί στο μεθύσι όλοι τους. Τους εκούνησα, τους εσήκωσα από τους ώμους. ‘Επεσαν πάλι χάμω». [σ.σ. έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου]

***
Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης που δυο χρόνια υπήρξε και σχολάρχης στην Κερατέα (1918-1917) και γνώριζε τον τόπο, σε ένα χρονογράφημά του στη 25/12/1943 (Χριστούγεννα στη περίοδο της κατοχής) στην εφημερίδα “Πρωία” με τίτλο “πριν σαράντα χρόνια” γράφει για τα φοιτητικά γλέντια με κρασί στην Αθήνα.

“…Οι φοιτητές μαζευόμαστε στου Γαμβέτα ή στου Καρατζά το καφενείο, όσες φορές δε μας έβγαζε στους δρόμους η μετάφραση της “Ορέστειας” ή ο τόπος που έπρεπε να στηθεί το άγαλμα του Κολοκοτρώνη! Όταν ξενυχτούσαμε στην ταβέρνα της γειτονιάς μας, κατηφορίζαμε τα χαράματα την οδό Αθηνάς, όπου υπήρχε “πατσάς νυχτός” (δυο δεκάρες) και κρασί Μεσογείων. Κι ύστερα ξαναγυρνούσαμε στη Νεάπολη, για να ξαπλώσουμε στο σανιδένιο κρεβάτι με τα στρίποδα με την πήλινη λεκάνη του πλυσίματος, με το κουτσό τραπεζάκι και την ψάθινη καρέκλα και το σπαρματσέτο στο ….ποτήρι. Είναι γνωστό και το χρονογράφημά του “Κρασοψιχιά” πάλι την περίοδο της Κατοχής γράφει για το πρόγευμα των παιδιών από τα Μεσόγεια «πίνουνε μια ολόκληρη καντήλα ρετσίνα 14 βαθμών και σπιτίσιο σιταρένιο ψωμί. Και έρχονται στο σχολείο μεθυσμένα». ***
Αλλά για την περίοδο της Κατοχής έχουμε και άλλη μια μαρτυρία από το βιβλίο του Νίκου Παντελάκη (1913-2000) , με τίτλο “ Σαν να διάβασα ένα βιβλίο. Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται” (Εκδ. Εστία 2003).

«…Εμείς κάναμε πάρτι στο μέγαρο του Σαββίδη, στην πολυκατοικία του πατέρα του Γιώργου του Σαββίδη. Λεωφόρος Αλεξάνδρας, πλατεία Αιγύπτου, αρχή-αρχή και Πατησίων, είναι ένα μέγαρο μια πολυκατοικία που έχει ένα ρολόι από πάνω. Λοιπόν εκεί ήτανε ένας θυρωρός, Γιάννη τον λέγανε, ο οποίος ήταν φίλος μας, παντρεμένος, και είχε κάτι παιδάκια μικρά, πιτσιρικάκια τότε. Εκεί κάναμε κάθε Σάββατο πάρτι. Κιθάρες, μαντολίνα, μαζευόντουσαν κοπελιές και νεαροί, εμείς εκεί πέρα, στου Γιάννη το σπίτι. Αυτός ήτανε μεγάλος. Μαζεύανε υπηρέτριες, κοπελούδες, πιτσιρίκες κι αυτές, και τους λέγανε “τα παιδιά κάτω θα παίξουνε κιθάρες, θα χορέψουνε, θα κάνουνε , θα δείξουνε». Ο Γιάννης, ο θυρωρός ήτανε από την Κερατέα,(σ.σ. πρόκειται για τον Γιάννη Ανδρέου), κι έφερνε ένα βαρελάκι κρασί κερατιώτικο φρέσκο-φρέσκο, πολύ καλό κρασί-τότε δεν είχε και φαϊ. Και τρώγαμε φασουλοκεφτέδες, μπομποτάλευρο-το φτιάχνανε εκεί με διάφορα, για να φαίνεται μεζές-τέτοια πράγματα, ψευτοπράγματα, ίσα για να αρμυρίσει να πιείς λίγο κρασί. Κρέας που να βρεθεί; Και χορεύαμε σύγχρονους χορούς, ταγκό, καλαματιανό μέχρι τσα-τσα, ξέρω΄γω, αν είχε βγεί το στα-τσα βέβαια τότε, παίζαμε και χαρτάκια, και μετά πηγαίναμε. Η κυκλοφορία ήτανε μέχρι νωρίς, μπαίναμε στην πολυκατοικία, κλεινόμασταν, δεν μπορούσες μετά να βγείς…»

***
Όμως κι ένας από τους πρωταγωνιστές στην απαγωγή του Κράϊπε στην Κρήτη,o Άγγλος συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του “Μάνη” (Εκδ. “Βήμα της Κυριακής”) αναφέρεται στη ρετσίνα Μεσογείων.

«…Η ρετσίνα, όμως, που την αδειάζανε σε μικρά ποτηράκια από καράφες, ή πιο καλά από χτυπημένα, γαλάζια, εμαγιέ κατοστάρια που γεμίζονται πάλι και πάλι από τεράστια βαρέλια, φαίνεται πως κατέχει το μυστικό να φέρνει καλή διάθεση, απερισκεψία και να επιτρέπει κάθε είδους συμπεριφορά, δίχως τα θλιβερά επακόλουθα, σαν κάθε ρουφηξιά να συνοδεύεται από μιαν άφεση. Αυτό, για όσους όπως εμένα τους αρέσει, τοποθετεί τη ρετσίνα ψηλά στον κατάλογο των πολύπτυχων θέλγητρων της Ελλάδας. Κανένας δεν φαίνεται να ξέρει πότε οι Έλληνες άρχισαν να βάζουν στο κρασί τους ρετσίνι. Η ρετσίνα ήταν, σίγουρα, γνωστή στη βυζαντινή εποχή. Μερικοί τοποθετούνε την καταγωγή της πολύ πιο πίσω, βασίζοντας την υπόθεσή τους στο κουκουνάρι που σκεπάζει μερικές φορές σε παλιά γλυπτά τον θύρσο με το κλημάτινο στεφάνι του Διόνυσου. Θεωρείται ότι η γεύση άρχισε τυχαία από τη συνήθεια να βουλώνουνε τις διαρροές των ασκών και των βαρελιών με βώλους από ρετσίνι. Οι πλαγιές της Αττικής, τα Μεσόγεια, που΄ναι σκεπασμένες με αμπέλια και πεύκα, είναι η αληθινή της κατοικία, υπάρχουν όμως, και πολλές άλλες φημισμένες περιοχές…» «…Έναν χρόνο μετά τον πόλεμο είπα στον Μήτσο, έναν βαρκάρη στον Πόρο, που δεν τον είχα δεί από το 1938, ότι φαίνεται πιο μαύρος, πιο γερός και νεότερος από ποτέ. “Είναι ο αέρας”, είπε, ακουμπώντας πάνω στα κουπιά του .. όχι μόνο αυτό. Με το αλάτι απέξω και τη ρετσίνα μέσα γινόμαστε παστοί. Αν πεθάνω και με θάψεις, δέκα χρόνια δεν θα βρομίσω…».

***
Τέλος εξαιρετικά πραγματολογικά στοιχεία για τον τρύγο, τη δεκαετία1930-1940 στην Κερατέα, βρίσκουμε στο βιβλίο του συμπατριώτη μας φυσικό και γεωπόνο, Γιάννη Χριστοφίλου (1911-1996) “Για να γίνει άνθρωπος” (Εκδ. Νικολαϊδη 1986). Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«…Αλλιώτικα τον ήξερε τον τρύγο ο Πέτρος. Για κείνον οι μέρες αυτές ήτανε σαν πανηγύρι στο χωριό του. Τώρα, μοναχός του, καθισμένος στο σκαλοπάτι του θαλάμου φέρνει μπρος στα μάτια του σαν σε ταινία κινηματογράφου τις μέρες εκείνες. Τα κορίτσια, τ΄ αγόρια, τις γυναίκες, τους άντρες να βρίσκονται από πολύ πρωϊ στο πόδι. Στους δρόμους ακούγονται γέλια, τραγούδια. Τα κάρρα, οι σούστες, τα γαϊδουράκια, πάνε κι έρχονται συνέχεια.

Σαν σε όνειρο έρχονται στη μνήμη του τα γεμάτα κοφίνια με τα θαμπά μαυρο-γάλαζα σταφύλια και τα χλωμά σαβατιανά. Και τα παιδιά; Αμολυμένα στους δρόμους, τα πιο πολλά ξυπόλητα, ν΄αρπάζουνε στον αέρα μ΄αλλαλαγμούς και ξεφωνητά τα τα τσαμπιά που τους πετάνε από τα κάρρα. Τα δαγκώνουνε αρπαχτά κι αφήνουνε τα ζουμιά να τρέχουνε πάνω τους. Και το βράδυ, στο πατητήρι, τους νέους άντρες, τις κοπέλες, με σηκωμένα τα παντελόνια, τα μισοφόρια ως τα γόντα ν΄ανεβοκατεβάζουν τα πόδια, πλατς-πλατς, στα λυωμένα σταφύλια, όλο γέλια, τραγούδια κι αστεία. Κι ο μούστος να τρέχει θολός., ξανθοκάστανος από την τρύπα του πέτρινου κρουνού, στο θαμμένο βαθειά μέσα στη γη «πουρλάκι» το πιθάρι με τα χείλια του μονάχα έξω απ΄αυτήν.

Γυαλίζει η μπρούτζινη «μπότσα» κρεμασμένη από το σκοινί καθώς ανεβοκατεβαίνει στο πουρλάκι, αδειάζοντας το μούστο στα μοσχοπλυμένα με βρασμένα σχοίνα και μυρτιές βαρέλια. Τα πειράγματα, τα χωρατά, διασταυρώνονται με τα τρανταχτά χάχανα, τα τοπικά τραγούδια. Οι μεζέδες με το μπουκάλι το κρασί πάνω στο χαλκοματένιο “σ΄νι” που φτάνει από τη νοικοκυρά, καταβροχθίζονται λαίμαργα από τους φίλους, τους γειτόνους, τους πατητές και οι ευχές “καλά κρασιά”, «στις χαρές σας κοπέλες τ΄άη Δημητριού» συνοδεύουνε τα υψωμένα ποτήρια.

«Αλήθεια, πόσο όμορφος είναι ο τρύγος κει κάτω στο χωριό” μουρμουρίζει μοναχός του ο Πέτρος. Κι εκείνη η μουσταλευριά, με το σουσάμι, την κανέλα, τα τριμμένα καρύδια…» Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να περιγράψει και τα αμπάρια με τα κρασοβάλερα στα σπίτια των νοικοκυραίων στην Κερατέα, εκείνην την Περίοδο: “…Να δεις, στη γωνιά έχουνε μια πλατειά πόρτα ξαπλωμένη στο πάτωμα, την “καταπακτή” που ανοίγει με κρικιέλα, από κει κατεβήκαμε από μια απότομη σκάλα σ΄ένα κατασκότεινο υπόγειο. “Εδώ είναι το κελάρι μας, μου λέει ο Γιάννης, αυτό είναι τ΄αμπάρι για το στάρι, και πιο κάτω τα τρία βαρέλια με το κρασί”. – Πως μύριζε, μητέρα, κει κάτω, σ΄έπιανε η σπιρτάδα και δε μπορούσες ν΄ανασάνεις… Έχουνε και πατητήρι χωρίς σκεπή και πουρλάκι και δίπλα στο χαγιάτι μια μικρή κάμαρα με χώμα για πάτωμα. Στη γωνιά, κοντά στο τζάκι, πάνω σε κουρελού κοιμόταν η γιαγιά του Γιάννη, η Κάλλιω…”

Τέλος ο Γιάννης Χριστοφίλου σχολιάζει την αγάπη των Κερατιωτών, ειδικά των ανθρώπων που απασχολούνται με τη γη για το κρασί, που τους έδινε δύναμη και ευθυμία για να αντιμετωπίζουν δύσκολες εργασίες, όπως το αλώνισμα. «Τούτος ο «αλωνάρης» μήνας στο χωριό έμοιαζε σαν πανηγύρι. Άντρες, γυναίκες, γέροι, γριές, ακόμα και τα παιδιά πηγαινοέρχονταν με φούρια από τα σπίτια. Μονάχα που δεν φοράγανε τα καλά τους.

Οι νοικοκυρές, χαράματα, ετοιμάζανε τις τηγανίτες. Τις ψήνανε στο τηγάνι, τις περιχύνανε με πετιμέζι, τις στρώνανε στα πλατειά «ταλιούρια» τα πλατειά πήλινα πιάτα πάνω στο μεγάλο δίσκο, τα σκεπάζανε με τα « πεσκίρια» τις μακρυές, ριγωτές πετσέτες τ΄αργαλειού, τον στηρίζανε στη μέση τους από τη μια και καμαρωτές με το κοκκινέλι στο «γαλόνι», τη «χιλιάρα» το μπουκάλι που ΄παιρνε δυόμιση οκάδες στο άλλο χέρι, τα πηγαίνανε πρωί-πρωί.

Οι κολήγοι, τα αφεντικά, ριχνόντουσαν με τα μούτρα, κάνανε μια χαψιά κάθε τηγανίτα, κατεβάζανε τρί-τέσσερα ποτήρια απανωτά, ευχόντουσαν «καλοφάγωμα», «καλά μπερικέτια» και δίνανε το σύνθημα ν΄αρχίσει το αλώνισμα με δυο βιτσιές στα καπούλια των αλόγων. Τα παιδιά, ξυπόλητα, με τα καφετιά από τον ήλιο καλαμένια πόδια, όρθια πάνω στα ντουγένια, χτυπάγανε με δύναμη τα σκοινιά στα πλευρά των αλόγων και κείνα καλοταϊσμένα ξεκούραστα ορμάγανε πατώντας με δύναμη τις καλαμιές…»

*** (*) Αρκετά από αυτά τα αποσπάσματα έχουν συμπεριληφθεί στα ανθολόγιά μου «Σούνιο Λαύριο Κερατέα, η τεθλασμένη της μνήμης» (Εκδ. Χρυσή Τομή, Τουμπής 2004) και «Μεσόγεια, το χαμένο περιβόλι της Αττικής» (Εκδ. ΑΩ 2015). Μου ζητήθηκαν με αφορμή τη κοινή σύμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού-Περιφέρειας Αν Αττικής με την UNESCO για την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και τη δημιουργία εθνικού ευρετηρίου για το σαββατιανό σταφύλι, μέλι, κτηνοτροφία, σύκα. Όπως και να έχει οι οινοπαραγωγοί της Κερατέας μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν αν θέλουν στην προώθηση του πάντοτε ποιοτικού κρασιού μας.

Γιώργος Π. Ιατρού